- φωνᾶς
- φωνήsoundfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωνάς — φωνά̱ς , φωνή sound fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… … Wikipedia
Nenano — Phthora Nenano (gr. φθορά νενανῶ, also νενανὼ) is the name of one of the two extra modes in the Byzantine Octoechos an eight mode system, which was created by a reform of the Monastery Agios Sabas, near Jerusalem, during the seventh century.… … Wikipedia
Palaephatus — (Παλαιφατος) is the name of four literary persons in Suidas, who, however, seems to have confounded different persons and writings. Palaephatus of Athens Palaephatus of Athens, an epic poet, to whom a mythical origin was assigned. According to… … Wikipedia
глаголъ — ГЛАГОЛ|Ъ (447), А с. 1.Слово: Се ди˫аволъ ѥсть творѩи такова˫а. и неподобь||на˫а въ д҃шѫ чл҃вчѫ вълага˫а гл҃ѩ до б҃а гл҃ы хѹльны Изб 1076, 190 об.–191; Таче по гл҃ѣхъ сихъ. ѿпɤсти ˫а вънъ вьсѩ. ЖФП XII, 64а; и възьрѣвъ на н҃бо съ сльзами и горѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Согласительное исповедание 433 г. — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей. Согласительное исповедание 433 года.(уния в 433 года). Решения Эфесского собора 431 года, который проводили … Википедия
αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… … Dictionary of Greek
εναπόδεικτος — ἐναπόδεικτος, ον (Α) αυτός που γίνεται φανερός με αποδείξεις, αποδεδειγμένος, σαφής, φανερός, εναργής («τὰς ἐναποδείκτους τοῡ δεσπότου φωνάς», Αθανάσ.). επίρρ... ἐναποδείκτως αποδεδειγμένως, σαφώς, φανερά … Dictionary of Greek
επιφθέγγομαι — ἐπιφθέγγομαι (Α) 1. μιλώ μετά από κάποιον ή σε συμφωνία με κάποιον («ἐγώ δ’ ἐπιφθέγγομαι κεκλαυμένα», Αισχύλ.) 2. εκφέρω κάτι συγχρόνως ή σε σχέση με κάτι («ἐπεφθέγγετο τὰς νενομισμένας... φωνάς», Πλούτ.) 3. λέω, αποφαίνομαι επί πλέον («μίαν ἐπ’… … Dictionary of Greek
μαχιμώδης — μαχιμώδης, ῶδες (Α) [μάχιμος] πολεμικός, εριστικός, φιλοπόλεμος («μαχιμώδεις φωνάς», Στράτ.) … Dictionary of Greek